αγέλαστος

αγέλαστος
-η, -ο
1. αυτός που δε γελά, σκυθρωπός: Στις συναναστροφές, ακόμη και στα γλέντια, καθόταν πάντα αγέλαστος.
2. αυτός που δε γελιέται, δεν εξαπατιέται: Στο εμπόριο και σ' όλες τις δουλειές ήταν αγέλαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀγέλαστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέλαστος — not laughing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέλαστος — Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το… …   Dictionary of Greek

  • Αγέλαστος, Σταμάτιος — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από τη Χίο. Υπηρέτησε ως γραμματέας, φροντιστής και επιλοχίας στο στρατιωτικό σώμα του Ιωάννη Περγάμαλη και του Φαβιέρου …   Dictionary of Greek

  • ἀγελάστως — ἀγέλαστος not laughing adverbial ἀγέλαστος not laughing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέλαστον — ἀγέλαστος not laughing masc/fem acc sg ἀγέλαστος not laughing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγελάστοις — Ἀγέλαστος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγελάστοις — ἀγέλαστος not laughing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγελάστου — Ἀγέλαστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγελάστου — ἀγέλαστος not laughing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”