Ἀγέλαστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλαστος — not laughing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλαστος — Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το… … Dictionary of Greek
Αγέλαστος, Σταμάτιος — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από τη Χίο. Υπηρέτησε ως γραμματέας, φροντιστής και επιλοχίας στο στρατιωτικό σώμα του Ιωάννη Περγάμαλη και του Φαβιέρου … Dictionary of Greek
ἀγελάστως — ἀγέλαστος not laughing adverbial ἀγέλαστος not laughing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλαστον — ἀγέλαστος not laughing masc/fem acc sg ἀγέλαστος not laughing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγελάστοις — Ἀγέλαστος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελάστοις — ἀγέλαστος not laughing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγελάστου — Ἀγέλαστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελάστου — ἀγέλαστος not laughing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)